- βρόμισμα
- το1. λέρωμα, ρύπανση2. σάπισμα, αποσύνθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρόμισμα — το το λέρωμα, η ρύπανση, η βρομισιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βορβόρωσις — βορβόρωσις, η (AM) μσν. το βρόμισμα με βόρβορο αρχ. ο βορβορυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω*, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ ( όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν.… … Dictionary of Greek
λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση … Dictionary of Greek
μουρντάρεμα — και μουρδάρεμα το [μουρνταρεύω] 1. βρόμισμα, λέρωμα 2. εκτροπή, παρεκτροπή 3. επίψογη πράξη, ιδίως υπεξαίρεση χρημάτων ή επιδίωξη αθέμιτου κέρδους με δόλο, κατεργαριά … Dictionary of Greek
βρομίζομαι — βρομίζομαι, βρομίστηκα, βρομισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: βρομίζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρομισμένος), με την έννοια → λερώνομαι, κυρίως όταν πρόκειται να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο, η αιτία που προκαλεί… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λέρωμα — το, ατος λέκιασμα, βρόμισμα: Το λέρωμα του πατώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουρνταριά — η 1. το να είναι κανείς μουρντάρης, το βρόμισμα: Έκανε μουρνταριές στην κουζίνα. 2. μτφ., ακόλαστη πράξη, ανηθικότητα: Τον παράτησε γιατί έκανε μουρνταριές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρύπανση — η λέρωμα, βρόμισμα: Η ρύπανση του περιβάλλοντος έχει πάρει στις μέρες μας μεγάλες διαστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)